- εποικίζω
- (AM ἐποικίζω) [έποικος]1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπονεοελλ.εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσειςαρχ.1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις»)2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. έποικος σχηματίστηκαν στην Αρχαία δύο παράγωγα ρήματα, τα εποικώ και εποικίζω, που διαφέρουν σημασιοσυντακτικώς κατά το ότι το ρ. εποικίζω έχει μεταβατική και μάλιστα «μεταβιβαστική» ή «επιτελεστική» σημασία (εποικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει κάπου, τόν εγκαθιστώ ως έποικο), ενώ το εποικώ έχει αμετάβατη σημασία (εποικώ = εγκαθίσταμαι ως έποικος). Αντίστοιχη ήταν η σημασιοσυντακτική διαφορά μεταξύ των ρ. αποικώ και αποικίζω, τα οποία αρχικώς φαίνεται πως διέφεραν σημασιολογικώς από τα εποικώ-εποικίζω στο ότι δήλωναν «μόνιμη εγκατάσταση» στην ξένη έναντι τής «προσωρινής εγκαταστάσεως» που δήλωναν κυρίως τα εποικώ-εποικίζω].
Dictionary of Greek. 2013.